Γιατί Αγγλικά;

Τα αγγλικά είναι η μητρική γλώσσα της πλειοψηφίας των κατοίκων του Ηνωμένου Βασιλείου, των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, του Καναδά, της Αυστραλίας, της Νέας Ζηλανδίας, της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας και της Αγγλόφωνης Καραϊβικής. Χρησιμοποιείται, επίσης, ως δεύτερη ή επίσημη γλώσσα σε πολλές χώρες του κόσμου, κυρίως σε όσες αποτελούν μέλη της Κοινοπολιτείας των Εθνών, καθώς και σε πολλούς διεθνείς οργανισμούς.

Η σύγχρονη αγγλική γλώσσα, η οποία μερικές φορές χαρακτηρίζεται ως η πρώτη παγκόσμια lingua franca, κατέχει κυρίαρχη θέση ως διεθνής γλώσσα στους τομείς των επικοινωνιών, της επιστήμης, των επιχειρήσεων, της πολιτικής και της διπλωματίας, της ψυχαγωγίας, της αεροναυτιλίας και της ραδιοεπικοινωνίας, και των ηλεκτρονικών υπολογιστών και του διαδικτύου. Αποτελεί μία από τις συνολικά έξι επίσημες γλώσσες του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, μία από τις 23 επίσημες της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπου κατέχει τη δεύτερη θέση ως μητρική γλώσσα και την πρώτη ως ξένη γλώσσα με ποσοστό 51%, τη μοναδική επίσημη της Κοινοπολιτείας των Εθνών, ενώ χρησιμοποιείται και σε πολλούς ακόμη διεθνείς οργανισμούς.

Έναν σημαντικό λόγο, που βοήθησε στην εξάπλωση της αγγλικής γλώσσας, αποτέλεσε η ανάδειξη των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, η πλειοψηφία των κατοίκων των οποίων έχει ως μητρική γλώσσα την αγγλική, σε υπερδύναμη μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο και η επακόλουθη οικονομική και πολιτιστική επιρροή τους παγκοσμίως, με τη βοήθεια και της εξάπλωσης των μέσων ενημέρωσης και του διαδικτύου.

Αναμφίβολα λοιπόν, η αγγλική γλώσσα αποτελεί σημαντικότατο προσόν για κάποιον που την κατέχει, έστω και στοιχειωδώς, καθώς φτάνοντας στον αιώνα που διανύουμε αλλά πολύ περισσότερο στα επόμενα χρόνια, τα αγγλικά  θα έχουν καταλάβει το μεγαλύτερο μέρος της καθημερινότητάς μας. Δεν είναι τυχαίο ότι είτε στην αγορά εργασίας, είτε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (facebook, twitter, κτλ) είτε πολύ περισσότερο σε αναλώσιμα προϊόντα και υπηρεσίες παντός τύπου καθημερινής χρήσης, η αγγλική γλώσσα κυριαρχεί και πολλές φορές θεωρείται και πρωτεύον προσόν για κάποιον ώστε να μπορεί να είναι ανταγωνιστικός  ή/και επιλέξιμος, ειδικά όταν πρόκειται για την αγορά εργασίας.